ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

                                              
                                                         ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
- ΣΥΝΤΟΜΗ  ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΗΣ  ΔΡΑΜΑΣ
- ΕΞΕΓΕΡΣΗ  ΚΑΙ  ΣΦΑΓΗ  ΤΗΣ  ΔΡΑΜΑΣ  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1941
- ΑΝΤΟΝ  ΤΣΑΟΥΣ( ΦΩΣΤΕΡΙΔΗΣ)
- ΜΑΧΗ  ΣΤΗΝ  ΓΕΦΥΡΑ  ΠΑΠΑΔΩΝ  06-10  ΜΑΙΟΥ 1944
- ΑΡΜΕΝ  ΚΙΟΥΠΤΣΙΟΣ
- ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ  ΣΜΥΡΝΗΣ  Ο ΑΠΟ  ΔΡΑΜΑΣ  
- ΟΧΥΡΟΝ ΛΙΣΣΕ  06-10 ΑΠΡ 1941 

                                                           Σύντομη ιστορία της Δράμας

                       Η  Δράμα ανάγει την ιστορία της στους αρχαίους χρόνους. Όντας χτισμένη κοντά στους Φιλίππους και σε σημείο που δέσποζε σ' ένα εύφορο κάμπο, συμπεραίνουμε - με βάση τις ιστορικές, γλωσσολογικές και αρχαιολογικές ενδείξεις - ότι η πόλη της Δράμας δεν στερείται αξιόλογου παρελθόντος.

                   Όπως έχει ήδη επισημανθεί, υπάρχουν λείψανα κυκλώπειας κατασκευής έξω από το βορινό κομμάτι του βυζαντινού τείχους (Γκαλιά), η παλιά Δράμα είναι χτισμένη πάνω σε «γήλοφο» (τούμπα), σαν αυτούς που έκαναν οι Πελασγοί και οι Θράκες, ενώ τα αρχαιολογικά λείψανα που βρέθηκαν κατά καιρούς τα πήραν δυστυχώς διάφοροι επιδρομείς ή αρχαιοκάπηλοι ή καταστράφηκαν στην διάρκεια πολεμικών ενεργειών.

                Γύρω στο 5000π.Χ. ανάγονται οι πρώτες ενδείξεις για τους κατοίκους της περιοχής που ήταν Πελασγοί ή Θρακοπελασγοί ή «Θρακών έθνη». Γνωστά φύλα αυτής της μακρινής περιόδου ήταν οι Δίοι, οι Δερσαίοι, οι Οδρύσες, οι Σάτρες και οι Ηδωνοί, ενώ τον 6ο με 5ο αιώνα μετανάστες από την Θάσο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δράμας.

                 Έχουμε, λοιπόν, ιστορικές ενδείξεις και στοιχεία για τη ύπαρξη πόλεως, στο σημείο όπου η σημερινή Δράμα, από τα αρχαιότατα χρόνια, αλλά το όνομα Δράμα συναντάται σε κείμενα μόλις τον 9ομ.Χ. αιώνα. Για την τοπωνυμία ερίζουν ι ειδικοί, δίνοντας ο καθένας τη δική του ερμηνεία. Αρκετοί από αυτούς ταυτίζουν την Δράμα με την αρχαία Δραβήσκο (=Δράβα=Δράμα), την οποία αναφέρει και ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος : «Έπειτα δε και οι Αθηναίο... εποίκους μυρίους... Πέμψαντες, οι διεφθάρησαν εν Δραβήσκω υπό Θρακών». Κατά την άποψή τους η ονομασία της αρχαίας αυτής πόλεως προέρχεται από την δωρική λέξη δράω = δέρκομαι, οράω και σημαίνει πόλη χτισμένη σε σημείο με καλή θέα.
               ’Αλλοι ιστορικοί διατυπώνουν διαφορετική άποψη. Ο Βάλβι ισχυρίζεται ότι η πόλη στην αρχαιότητα είχε το όνομα Δίραμα και μ' αυτόν συντάσσεται και ο Σ. Μερτζίδης, προσθέτοντας ότι το όνομα Δράμα καθιερώθηκε από την εποχή του Φιλίππου (4ος αι.π.Χ.). Ο Στράτης υποστηρίζει ότι το όνομα προήλθε από την λέξη «Υδράμη», που έγινε «Ύδραμα» και στη συνέχεια Δράμα. ’λλοι λένε πως παράγεται από το «Δίρρεμα» (μέρος, δηλαδή, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ρέματα), ενώ οι Θ. Αθανασιάδης, Δ. Αναγνωστόπουλος και οι άλλοι δέχονται την προέλευση από τις λέξεις «Δύραμα» ή «Ύδραμα».

           Ο Βας. Κ. Πασχαλίδης, δικηγόρος, που ιδιαίτερα ασχολείται με την τοπική ιστορία, αρχαιολογία και πνευματική ζωή της Δράμας τεκμηριώνει την άποψη ότι «η ονομασία Δράμα αποτελείται από δύο φράσεις, από τη ρίζα Δρά- και την κατάληξη -μα. Τοπωνύμια με τη ρίζα Δρα- βρίσκουμε πάρα πολλά όχι μόνο στην περιοχή μας (Δράνοβα, Δράτσιστα, Δράβικ κ.α.), αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος (Εύβοια, Αττική κ.α.), όπου έζησαν θρακοπελασγικές φυλές. Συνεπώς, γράφει, τα τοπωνύμια αυτά είναι θρακοπελασγικής προελεύσεως. Στη Δράμα έζησαν διάφορες θρακικές φυλές και ομάδες. Μνημείο τοπωνυμικό του περάσματος θρακικών φυλών από την πόλη μας είναι και το όνομα Δρά-μα, αφού όλα τα άλλα τοπωνύμια που έχουν τη ρίζα Δρα- είναι θρακοπελασγικά. Έτσι εξηγείται γιατί το όνομα Δράμα δεν άλλαξε καθόλου από την προϊστορική εποχή που ζούσαν στη περιοχή μας διάφορες θρακοπελασγικές φυλές ίσαμε σήμερα. Η θεμελίωση αυτή, της απόψεως ότι η Δράμα είχε το ίδιο όνομα, ενισχύεται και από την ετυμολογία του ονόματος που σχετίζεται σημασιολογικά με τις συνήθειες των αρχαίων Θρακών να κτίζουν τους οικισμούς τους επάνω σε τούμπες και στις άκρες λόφων (βουνοπλαγιές) και κοντά σε άφθονα πηγαία νερά.

               Στην αρχαιότητα λατρεύονταν στη Δράμα οι θεότητες του Διονύσου, του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος, του Ηρακλέους και της Ίσιδος, ενώ σημαντική υπήρξε και η επίδραση του ρωμαϊκού πολιτισμού, στη διάρκεια που η πόλη και η περιοχή της βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων. Λόγω εξάλλου, γειτνιάσεως της προς την ένδοξη πόλη των Φιλίππων, πολύ νωρίς δέχθηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, αναπτύχθηκε δε εμπορικά γιατί βρισκόταν κοντά στον άξονα της Εγνατίας οδού.

           Οι πληροφορίες για τη Δράμα πυκνώνουν από τον 9ο μΧ. αιώνα. Τον 12ο αιώνα ο Βενιαμίν(εκ Τουδέλης) αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχε αξιόλογη εβραϊκή παροικία, ο δε ’Αραβας γεωγράφος Εδρισή μνημονεύει ότι οι Σέρρες και η Δράμα ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας. Για σύντομο χρονικό διάστημα η Δράμα διετέλεσε και υπό την κυριαρχία Φράγκων, όταν ο βασιλιάς τους στη Θεσσαλονίκη Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (1204 - 1207) κατέλαβε το κάστρο της πόλεως (1206). Σε σιγίλλιο του 14ου αιώνα αναφέρεται βυζαντινός πολιτικός διοικητής της Δράμας με το όνομα Καλόγνωμος, ενώ ο Νικηφόρος Γρηγοράς διηγείται, ότι η Ειρήνη, πρώτη σύζυγος(ή αδερφή;) του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' του Παλαιολόγου(1282 - 1328), επισκέφθηκε τα κτήματά της στο πολίχνιο Δράμα και, μετά από ασθένεια, απέθανε εκεί, αλλά διακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη οπού και ετάφη. Στη διάρκεια των εμφυλίων ερίδων επί Ιωάννου ΣΤ' Καντακουζηνού (1341 - 1355) ο βασιλιάς των Σεβρών Στέφανος Δουσάν αφαίρεσε τη Δράμα από τους Βυζαντινούς.

               Εκείνο, όμως, που για αιώνες σημάδεψε την ιστορία της Δράμας και της περιοχής της ήταν η κατάληψή της από τους Τούρκους, μετά τη μάχη του Έβρου (1371), και η μεταφορά και η εγκατάσταση σ' αυτήν πολλών Τούρκων, τους δύο πρώτους και δύσκολους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας είναι - ελλείψει πηγών - σχεδόν αδύνατο να περιγράψει κανείς. Εν τούτοις το 1383 αναφέρεται σε επίσημα έγγραφα ο μητροπολίτης Δράμας Ιωάσαφ, με πιθανό διάδοχό του τον Ιωακείμ. ’λλοι μητροπολίτες μνημονεύονται τον 16ο αιώνα, γεγονός που σημαίνει ότι η εκκλησιαστική ζωή συνεχίστηκε και στη διάρκεια των σκοτεινών αυτών αιώνων.

          Στα μέσα του 17ου αιώνα πυκνώνουν οι ιστορικές πληροφορίες για την Δράμα, ενώ η περιγραφή του τούρκου περιηγητή Εβλιά - Τσελεμπή, αν και με κάποιες υπερβολές, δίνει λεπτομερή εικόνα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής: μέσα στα τείχη η πόλη είχε διακόσια λιθόκτιστα σπίτια, ενώ άλλα εξακόσια εκτός των τειχών, αποτελούσαν επτά συνοικίες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία, τις τέχνες και το εμπόριο και ιδιαίτερη άνθηση είχε η υφαντουργία. Η ακμή της πόλεως ξεκίνησε περίπου το 1830. Από το 1850 αρχίζει τη λειτουργία της αξιόλογη σχολή και το 1876 ιδρύεται Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, ενώ δύο χρόνια ενωρίτερα, το 1874, ιδρύεται η «Φιλοπρόοδος Αδελφότης Δράμας», που απέβλεπε στην ενίσχυση της εκπαιδεύσεως, παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες, σε σύγκριση με τους Τούρκους, αποτελούσαν την περίοδο αυτή μειονότητα.

           Αν και για τη συμμετοχή της Δράμας στους εθνικούς αγώνες πρόκειται να εκθέσουμε τα δέοντα σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, σημειώνουμε εδώ ότι η πόλη και η περιοχή της Δράμας δεν υστέρησαν σε θυσίες και αίμα στη διάρκεια της μακραίωνης σκλαβιάς και της Επαναστάσεως του 1821, πριν και κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνος, στους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά από αυτούς, στην αντίσταση κατά των Γερμανών και Βουλγάρων, με επίκεντρο πάντοτε την ιστορική ιερά Μονή της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, ενώ αρκετοί μητροπολίτες και άλλοι κληρικοί πρωτοστατούσαν.

         Αφού η περιοχή απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό, κατελήφθη από τους Βουλγάρους, που πάντοτε εποφθαλμιούσαν την Ανατολική Μακεδονία, και την 1η Ιουνίου 1913 εκδιώχθηκαν και αυτοί από το 21ο ελληνικό Σύνταγμα, με επικεφαλή τον αντισυνταγματάρχη Μιχαλόπουλο. Σημαντικός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε την περίοδο αυτή ο μητροπολίτης της Δράμας Αγαθάγγελος.

       Έκτοτε η Δράμα, αφού πέρασε και τη φοβερή δοκιμασία στη διάρκεια του Β' παγκόσμιου αλλά και του εμφύλιου πολέμου, αναπτύσσεται με γρήγορος ρυθμούς και σήμερα αποτελεί μια πόλη που διακρίνεται για την πρόοδό της σε όλους τους τομείς.
http://www.imdramas.gr/news/?c=24

Εξέγερση και σφαγή της Δράμας


         Ως Εξέγερση και σφαγή της Δράμας αναφέρεται η εξέγερση των Ελλήνων ενάντια στην Βουλγαρική κατοχή με αποτέλεσμα τις μαζικές δολοφονίες που έγιναν στον νομό Δράμας τον Σεπτέμβριο του 1941 από τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, στα οποία είχε παραδοθεί η περιοχή από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δολοφονίες έγιναν ως αντίποινα όταν εκδηλώθηκε το πρώτο σε ευρωπαϊκή κλίμακα κίνημα εναντίον του άξονα. Επλήγησαν πολλές περιοχές όπως το Δοξάτο, η Χωριστή, η Αδριανή, η Προσοτσάνη, η Καλλιθέα και άλλες.

Βουλγαρική προσάρτηση

        Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τις χώρες του Άξονα, η Ελλάδα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Η Βουλγαρία πήρε ως δώρο από τον Χίτλερ στον Βούλγαρο Τσάρο Βόρις ένα μέρος από την Ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς είχε και επεκτατικές βλέψεις προς την Ελληνική Μακεδονία και προσπαθούσε να εκβουλγαρίσει τη περιοχή με βια και με οικονομικά μέτρα ώστε να προσαρτηθεί πλήρως. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να υπάρξουν χιλιάδες πολίτες που εγκατέλειπαν την περιοχή.

Εξέγερση και σφαγή  της Δράμας  και των γύρω περιοχών

Λόγω της Σφαγής στα Άνω και Κάτω Κερδύλια που είχε προηγηθεί επικρατούσε αναβρασμός στη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.  Επ'αφορμή και αυτών των γεγονότων το Μακεδονικό Γραφείο (Μ.Γ) του ΚΚΕ καθώς και με τη μη σύνδεση του με την Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε) του ΚΚΕ με ίσως πρωτοβουλία κάποιων μελών του προεξαρχόντος του Χαμαλίδη ο οποίος λέγεται ότι κάλεσε το λαό σε εξέγερση ενώ η αρχική απόφαση αφορούσε μόνο το σταδιακό ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα με σαμποτάζ. Οι επαναστατημένοι Μακεδόνες εκτέλεσαν διορισμένους Βούλγαρους προέδρους, χτυπήσαν αστυνομικά τμήματα και πυρπόλησαν το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού της πόλης.   Την επόμενη μέρα η εξέγερση καταπνίγεται στο αίμα λόγω του κακού συντονισμού και οπλισμού και ακολουθεί σφαγή. Πολλές χιλιάδες (περίπου 3.000) Έλληνες εκτελούνται και φυλακίζονται ενώ τα μέλη του ΚΚΕ που καθοδηγούσαν την εξέγερση σκοτώνονται όλα μαζί με δεκάδες οργανωτές και συμμετέχοντες κομμουνιστές. Επιβίωσε μόνο ένα μέλος του Μ.Γ το οποίο απολογήθηκε σε επιτροπή του Κ.Κ.Ε για το αυθόρμητο ξέσπασμα της εξέγερσης.   Πάνω από 10.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την περιοχή φοβούμενοι τη καταστολή των Βουλγαρικών αρχών. Με την δημοσιοποιήση της είδησης της σφαγής στην Αθήνα, η Κ.Ε του Κ.Κ.Ε έστειλε την Χρύσα Χατζηβασιλείου στη Θεσσαλονίκη ώστε να ελέγξει από εκεί την κατάσταση και να αναστείλει πλήρως την ένοπλη δράση στη περιοχή της Μακεδονίας.  http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%94%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CF%82.   

Αντών Τσαούς

      Ο Αντών Τσαούς, όπως είναι γνωστότερος ο Αντώνης Φωστερίδης (1912-1979), ήταν Πόντιος αντικομμουνιστής οπλαρχηγός των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων και πολέμιος του ΕΛΑΣ, κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά διετέλεσε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό.

Νεανικά χρόνια

        Γεννήθηκε στο χωριό Ερουκλί στη Μπάφρα του Πόντου και ήταν αγροφύλακας στις Κρηνίδες Καβάλας. Ο πατέρας του, Κυριάκος, το διάστημα 1918-1922 ήταν αντάρτης στον Πόντο. Το παρωνύμιο "Τσαούς" το απέκτησε στον στρατό όπου υπηρέτησε ως λοχίας[1].

Κατοχή

         Μετά τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941, η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη βρίσκονταν στη βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Ο Αντών Τσαούς, καταδιωκόμενος από τις βουλγαρικές αρχές για το φόνο της γυναίκας του, ανέβηκε στο βουνό το φθινόπωρο του 1942 και σύντομα αναγνωρίστηκε ως αρχηγός ολιγομελούς ομάδας (15-17 ανδρών), αποτελούμενης από συγχωριανούς του. Η επιβίωσή της εξαρτώταν από τα χωριά της περιοχής των Κρηνίδων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για αντιστασιακή δράση αυτής της ομάδας εντός του 1943. Με συναντήσεις με άλλους εθνικιστές οπλαρχηγούς πέτυχε τον Οκτώβριο του 1943 συμφωνία για κοινή δράση με άλλες μικρές ανεξάρτητες ομάδες ώστε να αντέξουν την πίεση του ΕΛΑΣ, διατηρώντας την ανεξαρτησία τους υπό την αρχηγία του.

Συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ

       Η στάση των εθνικιστών απέναντι στον ΕΛΑΣ καθορίστηκε όταν στις 16 Δεκεμβρίου 1943 ανεξάρτητες αντάρτικες δυνάμεις υπό τον Θεόδωρο Τσακιρίδη στο Παγγαίο δέχτηκαν επίθεση από τον ΕΛΑΣ και αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς το Τσαλ Νταγ.
Μεταξύ της ένταξης όλων των ομάδων στον ΕΛΑΣ και της σύγκρουσης, ο Αντών Τσαούς επέλεξε τη δεύτερη, εκτιμώντας και ότι θα είχε την προτίμηση των Συμμάχων και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Αρχικά, εξόντωσε με παρελκυστική τακτική σε ενέδρα μικρή δύναμη του ΕΛΑΣ στη Λεκάνη Καβάλας την 1η Ιανουαρίου 1944, προτού αυτή να ενισχυθεί περισσότερο. Στη συνέχεια, στις 5 Ιανουαρίου, ισχυρές εθνικιστικές ομάδες κύκλωσαν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Μποζ Νταγ, σκότωσαν περίπου 4 με 10 ΕΛΑΣίτες και απέσπασαν τον Βρετανό σύνδεσμο, Μίλλερ.
Ο ταγματάρχης Μίλερ (Γκάι Μίκλεθουεϊτ) διαπίστωσε ότι οι απαγωγείς του ήταν πρόθυμοι να υπακούν στις εντολές της εξόριστης κυβέρνησης και του συμμαχικού στρατηγείου και αποφάσισε την ενίσχυσή τους με πολεμικό υλικό, τρόφιμα και χρήμα. Ο Φωστερίδης, ο οποίος μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 1943 είχε υπό τις διαταγές του μόνο ένα μικρό απόσπασμα είκοσι περίπου ανταρτών, αναγνωρίστηκε ως γενικός αρχηγός των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων και άπό τον Φεβρουάριο του 1944 πέρασε σε έντονη δράση εναντίον των Βουλγάρων και του ΕΛΑΣ. Τον Μάιο του 1944 η δύναμη των εθνικιστών ανταρτών στο Τσαλ Νταγ έφτασε τους 250 άνδρες.
Στα τέλη Μαΐου οι δυνάμεις μετακινήθηκαν προκειμένου να γίνεται κοινή ενίσχυση των Βούλγαρων παρτιζάνων αλλά βουλγαρικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ακύρωσαν την προσπάθεια αναγκάζοντας τις Εθνικιστικές Ανταρτικές Ομάδες να μεταφερθούν στα τέλη Ιουνίου στο Καρά Ντερέ. Τον Σεπτέμβριο του 1944 ο ΕΛΑΣ απελευθέρωνε τις πόλεις σε συμφωνία με τις Βουλγαρικές δυνάμεις, αφού η Βουλγαρία είχε περάσει στο πλευρό των Συμμάχων. Στη Δράμα, όπου ο στρατηγός Σιράκοφ ήταν επιφυλακτικός με την πολιτειακή αλλαγή στη Βουλγαρία δεν είχε παραδώσει ακόμη την πόλη. Ο Αντών Τσαούς με τον Βρετανό σύνδεσμο επιχείρησαν να αποκλείσουν τον ΕΛΑΣ από τη Δράμα ερχόμενοι σε συμφωνία με τον Σιράκοφ ενώ άλλα μέλη των ΕΑΟ πήγαν με τον Μίλλερ για τον ίδιο λόγο στην Σόφια. Ο Σιράκοφ τελικά δεν τήρησε κάποια συμφωνία με τους εθνικιστές κατόπιν της πολιτειακής αλλαγής στη Βουλγαρία αλλά και της εξέγερσης αντιφασιστών Βουλγάρων στρατιωτών στο 2ο Σώμα στρατού που έλεγχε. Ενωμένες δυνάμεις ΕΛΑΣιτών και του πλέον συμμαχικού βουλγαρικού στρατού κινήθηκαν εναντίον των ομάδων Φωστερίδη επικρατώντας μέχρι και την 11η Οκτωβρίου, όταν λόγω διεθνών και Ελληνικών πιέσεων ξεκίνησε η αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος.

Δεκεμβριανά

         Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την 1η Δεκεμβρίου 1944 όταν δυνάμεις του ΕΛΑΣ με το πρόσχημα της συμφωνίας Σιράκοφ - Φωστερίδη επιτέθηκαν κατά των θέσεων των ΕΑΟ καταφέρνοντας να τις εκτοπίσουν γρήγορα στους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.Τον ίδιο Δεκέμβριο ο Φωστερίδης βρισκόταν στην Αθήνα για επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και στα Δεκεμβριανά πολέμησε στο στρατόπεδο της Χωροφυλακής στο Μακρυγιάννη. Στον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν επικεφαλής δικής του ομάδας, αρχικά στη Θράκη και το 1947 στην Ανατολική Μακεδονία. Τον Αύγουστο το 1948 του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη πυροβολικού και ορίστηκε διοικητής του "Τάγματος Φωστερίδη" στο οποίο στρατεύτηκαν πολλά μέλη των πρώην ανταρτικών ομάδων του.

Πολιτική ζωή

           Το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό. Πέθανε στη Δράμα στις 30 Αυγούστου 1979.

Άλλες απόψεις

        Το ΕΑΜ κατηγόρησε τον Φωστερίδη ότι συνεργάστηκε στη πράξη με τους Βούλγαρους. Για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν αποδείξεις, αν και κατηγορίες επαναλαμβάνονται και μέχρι σήμερα. Όμως πολλοί αντάρτες που προηγουμένως είχαν σχέσεις με δοσίλογα τμήματα εντάχθηκαν στους σχηματισμούς του ενώ υπήρχε περίπτωση όπου είχαν πάρει την άδεια των Βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής να διέλθουν από τα κατεχόμενα εδάφη κατά τον Αύγουστο του 1944 και να ενταχθούν στο σώμα του.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD_%CE%A4%CF%83%CE%B1%CE%BF%CF%8D%CF%82

Η  ΜΑΧΗ  ΣΤΗΝ  ΓΕΦΥΡΑ   ΠΑΠΑΔΩΝ 
Στην Ανατολική Μακεδονία, προς το τέλος της κατοχής, αναπτύχθηκε ένα ιδιότυπο "αντάρτικο" ξεχωριστό σε χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη Ελλάδα. Και αυτό γιατί η περιοχή βρισκόταν στην ζώνη της Βουλγαρικής κατοχής, που είχε διαρκέστερα και σκληρότερα χαρακτηριστικά από την Ιταλική η την Γερμανική κατοχή που ειδικά προς το τέλος του πολέμου έμοιαζαν προσωρινές. Ουσιαστικά το αντάρτικο αυτό είχε χαρακτηριστικά αυτοάμυνας και αναπτύχθηκε και στηρίχθηκε από τα ορεινά χωριά της περιοχής που κατοικούνταν κυρίως από Πόντιους πρόσφυγες. Η αυτοάμυνα αυτή στρεφόταν και προς τους Βούλγαρους, αλλά και κατά του ΕΛΑΣ που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την συμπάθεια των πληθυσμών αυτών, καθώς είχε εκβιάσει την συμμετοχή τους στις τάξεις του.

Οι περιοχές αυτές ανέδειξαν μια σειρά από αυτοσχέδιους οπλαρχηγούς (Μπεχλιβανίδης, Τσακιρίδης, Αναστας-Αγάς, Τοπούζογλου, Καρανάσιος κτλ) των οποίων οι ομάδες ανταρτών ήταν μικρές, άσχημα εξοπλισμένες, δεν βρίσκονταν συνεχώς σε δράση και τα μέλη τους ήταν συνήθως συγγενείς των αρχηγών και ασχολούνταν με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ο ικανότερος οπλαρχηγός όλων ήταν ο Τσαούς - Αντών Φωστερίδης (η Φωστηρίδης), τον οποίο όλοι αναγνώρισαν ως κοινό αρχηγό των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων στις 18 Ιανουαρίου 1944. Η οργάνωση αυτή έλαβε επίσημη αναγνώριση από το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και δέχτηκε σημαντική ενίσχυση σε οπλισμό και πολεμοφόδια από Συμμαχικές ρίψεις που γίνονταν στην ανατολική πλευρά του ποταμού Νέστου.

Η αντιστασιακή οργάνωση αριθμούσε συνολικά γύρω στους 700ους αντάρτες χωρισμένους σε ολιγομελείς ομάδες και σύντομα εξελίχθηκε σε υπολογίσιμο αντίπαλο των Βουλγάρων και του τοπικού ΕΛΑΣ που ήταν ίσης δύναμης, με αψιμαχίες, παρενοχλήσεις και μικρές μάχες σε όλο το 1944. Οι ομάδες αυτές είχαν την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του πληθυσμού των ορεινών χωριών (από τα οποία άλλωστε προέρχονταν) και έδρασαν πάντοτε σε τοπικό επίπεδο. Η σημαντικότερη επιτυχία των ΕΟΑ εις βάρος των Βουλγάρων ήταν αναμφίβολα η μάχη στην περιοχή του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες τον Μάιο του 1944.

Ένα βουλγαρικό τάγμα κινήθηκε από Δράμα προς Καρά-Ντερέ που βρισκόταν η ζώνη ρίψεων των Ελλήνων ανταρτών. Για να φτάσουν εκεί όμως οι Βούλγαροι όφειλαν να περάσουν από την γέφυρα του Νέστου κοντά στο χωριό Παπάδες, ενώ όμως οι Έλληνες κατείχαν την απέναντι όχθη, με σημαντικά όμως, μικρότερες δυνάμεις. Συγκεκριμένα παρατάχθηκαν οι οπλαρχηγοί Γιάννης Αμανατίδης, Αναστάσιος Αβραμίδης, Κυριάκος Λαζαρίδης, Βασίλης Παπαδόπουλος με 160 ενόπλους περίπου. Η Βουλγαρική προσπάθεια περάσματος της γέφυρας ξεκίνησε στις 6 Μαΐου, αλλά συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους Έλληνες, καθώς όσοι Βούλγαροι προσπαθούσαν να περάσουν την γέφυρα βρίσκονταν ακάλυπτοι στα εύστοχα Ελληνικά πυρά.

Για τρεις μέρες η μάχη συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, με τον άμαχο πληθυσμό να ενισχύει τους Έλληνες μεταφέροντας πολεμοφόδια στην πρώτη γραμμή. Στις 9 Μαΐου οι Βούλγαροι σημείωσαν πρόοδο χάρις την παρουσία γερμανικών και Βουλγαρικών αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως, που βομβάρδισαν τις Ελληνικές θέσεις. Στις 10 Μαΐου οι Έλληνες αντάρτες αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, έχοντας 9 νεκρούς και 28 τραυματίες. Οι Βούλγαροι είχαν πάνω από 150 νεκρούς και τραυματίες και προέβησαν σε σκληρά αντίποινα κατά των χωριών της περιοχής.

Πυρπολήθηκαν η υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βούλγαρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παπάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κτλ), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις ακόμα και αμάχων.

Ανάμεσα στις πολλές μικρότερες μάχες των Εθνικών Ομάδων Ανταρτών κατά της Βουλγαρικής Κατοχής, η μάχη στην γέφυρα των Παπάδων ήταν αναμφίβολα η σημαντικότερη και αυτή που προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες στον κατακτητή στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία. Σήμερα στο σημείο αυτό υπάρχει ένα μνημείο που υπενθυμίζει το γεγονός, ενώ κάθε χρόνο οι τοπικές Αρχές της Δράμας οργανώνουν εκδηλώσεις προς τιμήν της επετείου της μάχης.

Πηγές

Ιάσονας Χανδρινός, Εθνική Αντίσταση 1941-1944, εκδόσεις περισκόπιο

http://www.istorikathemata.com/

Άρμεν Κούπτσιος

  Ο  Άρμεν Κούπτσιος γεννήθηκε στον Βώλακα της Δράμας το 1885. Γνωρίστηκε με τον Έλληνα Μακεδονομάχο Καπετάν-Νταή, όταν εκείνος ως δάσκαλος στην Προσοτσάνη Δράμας, μυστικά οργάνωνε τον αγώνα στη Δράμα. Σε αυτόν αποκάλυψε ο Άρμεν τη θέλησή του να αγωνιστεί έως θανάτου για την πατρίδα.
  
      Ο Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Δράμας και αργότερα Σμύρνης Χρυσοστόμου, Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, στο «Μακεδονικόν Ήμερολόγιον» του 1965, καταθέτει την εξής μαρτυρία: «Ή Οργάνωσις πού εμυούσε τούς Έλληνας ήταν εντελώς μυστική. Τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαμε να τον κρατούμε μακρυά από τον κίνδυνο. Αποφεύγαμε να τον ανακατεύωμε φαινομενικά στην Οργάνωση. Θέλαμε να τον προφυλάξωμε από τον κίνδυνο, πού τον οδηγούσεν ό ορμητικός χαρακτήρας του και ό φλογερός πατριωτισμός του. Γενικός αρχηγός στην Οργάνωση ήταν ό Ίων Δραγούμης. Την πρωτοβουλία στην ορκωμοσία των μυουμένων στη Δράμα την είχα εγώ. Εγώ ήμουν πού ώρκισα τον Άρμεν και τον πατέρα του από τον Βώλακα, καθώς και τον Βαλαβάνη από την Πλεύνα. Τούς δίναμε και όπλα».
      Ο Άρμεν έγινε ένας από τούς πλέον έμπιστους ανθρώπους του Χρυσοστόμου και εντάχθηκε στα ανταρτικά σώματα που επιχειρούσαν στην περιοχή τής Δράμας. Με τις αντάρτικες ομάδες τους οι μακεδονομάχοι της Δράμας ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση με τις πολυμελείς και καλά εξοπλισμένες ομάδες των κομιτατζήδων, στις όποιες επέφεραν σημαντικές απώλειες.
Ό θάνατος του Άρμεν συνδέεται με τον ερχομό τού Βούλγαρου αρχικομιτατζή Πλάτσεφ στη Δράμα, τον Ιούνιο του 1905. Τον απέστειλε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να οργανώσει την εκτέλεση Ελλήνων προκρίτων και αγωνιστών πού δημιουργούσαν προβλήματα στο βουλγαρικό καθεστώς. Δόθηκε εντολή στον Άρμεν και την ομάδα του να τον εξοντώσει.
Ό Άρμεν με τον Νάκο Βογιατζή και τον Πέτρο Μάντζα του έστησαν ενέδρα στη θέση Τσομπάνκα, στη σημερινή Λαυρεντιανή Μονή. Ό Πλάτσεφ έπεσε στή παγίδα και ό Άρμεν τού ζήτησε να αφήσει το όπλο του και να παραδοθεί. Εκείνος όμως τον πυροβόλησε και ό Άρμεν ανταπέδωσε την επίθεση. Πυροβολώντας ό Άρμεν, άφησε τον Πλάτσεφ νεκρό. Στους πυροβολισμούς έσπευσαν έφιπποι Τούρκοι αστυνομικοί και ό τουρκαλβανός επιστάτης από τον Καλό Αγρό Δράμας. Ό Άρμεν φρόντισε πυροβολώντας να αποσπάσει την προσοχή των Τούρκων, ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν οι σύντροφοι του, οι όποιοι και τελικά κατάφεραν να διαφύγουν. Και βλέπουμε και εδώ ξεκάθαρα την παλικαριά και το μεγαλείο αυτού τού παιδιού, πού προτίμησε να θυσιαστεί ό ίδιος για να σωθούν οι σύντροφοι του. Ό Άρμεν θα μπορούσε να συγκρουστεί με τους Τούρκους πού τον κατεδίωκαν. Δεν πυροβόλησε όμως κανέναν από αυτούς, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, τον όποιο οι Τούρκοι θεωρούσαν υπεύθυνο και ταλαιπωρούσαν αφάνταστα για το θάνατο κάθε στρατιώτη τους.
Η Δράμα συγκλονίστηκε, όταν μαθεύτηκε το νέο, γιατί ό Άρμεν ήταν παντού γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός. Έγιναν πολλές ενέργειες για την απελευθέρωση του από τον Χρυσόστομο και από άλλους πολλούς Δραμινούς, άλλα μάταια. Στην ανάκριση ό Άρμεν βασανίστηκε για να αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα. Καθώς δεν αποκάλυπτε τίποτα Οι Τούρκοι τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, για να δικαστεί. Το ειδικό τουρκικό Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Ο Άρμεν επέστρεψε και πάλι στη Δράμα για να επισφραγίσει την μικρή αλλά ένδοξη και τίμια ζωή του με τον μαρτυρικό του θάνατο.
Ο Χρυσόστομος και το Ελληνικό Κέντρο, σε μία ύστατη προσπάθεια, οργάνωσαν σχέδιο αποδράσεως του Άρμεν. Το σχέδιο προέβλεπε άνδρες της Οργανώσεως, ένοπλοι και κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, να επιτεθούν εναντίον της φρουράς πού θα μετέφερε τον Άρμεν στον τόπο του απαγχονισμού και να τον ελευθερώσουν. Ωστόσο το προδόθηκε σχέδιο στους Τούρκους, οι οποίοι άλλαξαν το δρομολόγιο και την ώρα της εκτέλεσης.
      Στις 14 Σεπτεμβρίου 1905 ο Άρμεν Κούπτσιος οδηγήθηκε από τούς Τούρκους στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας, όπου και εκτελέστηκε.
Ό πατέρας τού Άρμεν παρακολούθησε τη σκηνή της εκτέλεσης. Βρήκε παρηγοριά στον μαρτυρικό Μητροπολίτη Χρυσόστομο, πού με δάκρυα τον υποδέχθηκε στή Μητρόπολη. Εκεί πατέρας φέρεται να λέει στον Δεσπότη: «Λεν κλαίω πού έχασα το παιδί μου, κλαίω πού εσύ έχασες το πρωτοπαλίκαρο σου». Ήταν και ό πατέρας τού "Αρμεν δοσμένος στον αγώνα. Όταν το 1916 οι Βούλγαροι ξανάρθαν στη Δράμα, τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν για μήνες, αν και ήταν ήδη μεγάλος στην ηλικία, τον έριξαν μέσα σε ένα ξεροπήγαδο έξω από την Δράμα, οπού και πέθανε. Τότε κόψανε και τον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, για να μην υπάρχει τίποτα πού να θυμίζει στους Δραμινούς την θυσία τού νεώτερου, ίσως, στην ηλικία Έλληνα Μακεδονομάχου.
      Το 1967 η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον Άρμεν Κούπτσιο στήνοντας την προτομή του στον τόπο τής θυσίας του, στην πλατεία της πόλης, άλλα και στον τόπο καταγωγής του στο Βώλακα. Ή ομώνυμη οδός τής Δράμας φέρει το όνομα του. Κάθε χρόνο οργανώνονται εκδηλώσεις προς τιμήν του στή Κοινότητα τού Βώλακα, ενώ διεξάγεται και αγώνας δρόμου, με την επωνυμία «Δρόμος Θυσίας», πού αφετηρία έχει την Δράμα και τερματισμό τον Βώλακα.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CF%81%CE%BC%CE%B5%CE%BD_%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CF%80%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82



Σαράντος Ι. Καργάκος 
Ο Εθνοιερομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης  ο απο Δράμας ο Καλαφάτης
     Η μητρόπολη Δράμας ήταν η πιο ταραγμένη, βασανισμένη και διαρκώς απειλούμενη επαρχία της Μακεδονίας. Ο Χρυσόστομος έφθασε στην πόλη στις 22 Ιουλίιου 1902 κι έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον τοπικό πληθυσμό. Με το πρώτο κήρυγμά του έδωσε πνοή ηρωικού ήθους στο  ποίμνιό του, που είδε στο πρόσωπό του ηγέτη χαρισματικό και εμπνευσμένο. Μία μικρή περικοπή αρκεί για να φανεί το μεγαλείο και το πλούσιο λεκτικό μεγαλείο της θείας εκείνης φωνής και πνοής: «Την αποστολήν μου αυτήν εν μέσω υμών θα επιτελέσω κατά τους νόμους της θείας αρμονίας, εάν λειτουργών εμπνεύσω την κατάνυξιν της καρδίας και ουχί απλώς την προσευχήν των χειλέων, εάν εμφυσήσω το θάρρος και την ελπίδα και ουχί την ανίαν και το δέος, εάν ανασύρω τους μαργαρίτας, τους οποίους εγκλείει εις το βάθος πάσα ελληνική καρδία, εάν ανοίξω τους κρουνούς της αγάπης, εάν δώσω παλμόν θάρρους, υπερηφανίας και θυσίας εις όλας τας ψυχάς, εάν συντονίσω τα αισθήματα και ωθήσω εις έργα φωτός» (Λοβέρδος, ένθ.αν. σελ. 65).
     Ακολούθως ο Χρυσόστομος συγκεντρώνει λεπτομερώς στοιχεία και με αναρίθμητα υπομνήματα ενημερώνει το Πατριαρχείο για τις βουλγαρικές αγριότητες στη Μακεδονία: καταλήψεις εκκλησιών και σχολείων, δολοφονίες προκρίτων, ιερέων, δασκάλων. Παράλληλα ενημερώνει και τις τουρκικές  αρχές. Αλλά οι εκθέσεις και τα υπομνήματα μένουν νεκρό κεφάλαιο, όταν στην εγκληματική δράση δεν υπάρχει αντίδραση. Ο Χρυσόστομος σπάει τον κλοιό του φόβου και κηρύσσει την αντίσταση στη βία. Γράφει στο Πατριαρχείο: «Απεφασίσαμεν και ημείς μετά της δημογεροντίας να μετέλθωμεν εν ανάγκη και το έσχατον μέσον της αυτοδικίας, αμυνόμενοι των δικαίων μας, άλλως κινδυνεύομεν να ίδωμεν απογυμνουμένην την μητρόπολιν εκκλησιών και τας κοινότητας σχολείων και τα χωρία κατοίκων υπό την θύελλαν του πυρός και του σιδήρου, την οποίαν εξαπέλυσε το μακεδονικόν κομιτάτον τη ανοχή των τουρκικών αρχών» (Ένθ.αν. σελ. 74).
Ακολούθως αρχίζει τις περιοδείες και το κήρυγμα στα χωριά που ολικώς ή μερικώς είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία. Ο Βόλακας, ή Κλεπούσνα, η Κουμπάλιστα, η Προσωτσάνη, το Ζύρνοβο και άλλα χωριά επανέρχονται στο Παριαρχείο. Ακόμη και η βουλγαρόφωνη Σκρίτζοβα. Σε άλλα χωριά ανοίγει σχολεία και εκκλησίες που είχαν κλείσει μέ την τρομοκρατία οι κομιτατζήδες. Ο Χρυσόστομος για τη δράση του αποσπά τους θερμούς επαίνους του Πατριάρχη.

       Σ' ένα δυσεύρετο σήμερα βιβλίο, που τυπώθηκε στις Σέρρες τό 1924, με τίτλο «Η Δράμα και η Δραβήσκος»(4), διαβάζουμε το ακόλουθο εγκώμιο για τον Χρυσόστομο:
«Εις δε την προσήκουσαν εξύμνησιν του φιλοστοργοτάτου πατρός και ποιμένος του Αποστολικού Θρόνου Φιλίππων και Δράμας και είτα Σμύρνης αειμνήστου Χρυσοστόμου δεν θα εξαρκέση ο ασθενής ημών κάλαμος. Οι παλμοί των καρδιών απαξαπάντων των εν Δράμα και Σμύρνη επαρχιωτών  αυτού πάλλουσαι εκ σεβασμού και στοργής προς τον αοίδιμον και ηρωικόν Ιεράρχην και μέγαν άνδρα του έθνους τονίζουσιν εναρμόνιον μέλος λατρείας προς Αυτόν εκ σεβασμού. Η εκκλησία ανέγραψεν ηδη αυτόν εις την πάγχρυσον στήλην των τροπαιοφόρων μεγαλομαρτύρων, η δε ιστορία περιέλαβε εις το δαφνοστεφές ηρώον των μεγάλων του έθνους αγωνιστών».
Και ο Δραμηνός ιστορικός τελειώνει το εγκώμιο προς τον Χρυσόστομο λέγοντας ότι στην Ευρώπη πάνω στον τάφο των μεγάλων καλλιτεχνών χαράσσεται λατινιστί ο χαρακτηρισμός «circumspectus», που σημαίνει «περίβλεπτος». Και αυτόν τον προσφυά τίτλο απονέμει στον Χρυστόστομο. Και επιλέγει: «Ούτως και εν απάση τη επαρχία Δράμας μέχρι και του ασημοτέρου ζευγηλατείου τα πάντα φωνούσι "Χρυσόστομος"».
Ο Χρυσόστομος γίνεται αμέσως Απόστολος της Μακεδονικής Ιδέας. Όταν η βουλγαρική προπαγάνδα επιτηδείως επιρρίπτει ευθύνες στους Έλληνες ίεράρχες για τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στή Μακεδονία, ο Χρυσόστομος εξεγείρεται και συντάσσει ένα μνημειώδες έγγραφο προς τον Πατριάρχη με το οποίο κατακεραυνώνει την εγκληματικότητα αλλά και τη  δολιότητα των Βουλγάρων και παράλληλα εξυμνεί το σθένος, την εγκαρτέρηση και την μαχητικότητα του μακεδονικου λαού. «Αρκεί να είπωμεν, γράφει, ότι τα θύματα κατισχύουσι των δημίων των, ότι το αίμα των εθνομαρτύρων της μακεδονικής γης εγένετο σπορά παράγουσα υπεράφθονον βλάστησιν». Εδραία πεποίθηση του Χρυσοστόμου είναι πως η Μακεδονία δεν πρόκειται, παρά τις τρομερές δοκιμασίες, να χάσει ποτέ την ελληνικότητά της. Γιατί όμως; Ο Χρυσόστομος γράφει:
«Διά τον απλούστατον λόγον, ότι η κυρίως Μακεδονία ην και εστί και έσται χώρα καθαρώς ελληνική, ήτις, ίνα καταστή βουλγαρική, απαιτείται ουδέν ολιγώτερον ή αφ' ενός μεν να στραγγαλισθή η Ιστορία και η εθνογραφία, αφ' ετέρου δε να εξολοθρευθώσι τα τρία τέταρτα του λοιπού πληθυσμού αυτής και να κατασκαφώσιν όλα τα σχολεία και αι εκκλησίαι και σύμπασαι, μηδεμιάς εξαιρουμένης, αι κεντρικαί πόλεις της Μακεδονίας και επί τέλους
να παραδοθώσιν εις το πυρ και τας φλόγας όλα τά μνημεία αρχαία, βυζαντινά, νεώτερα, μηδενός εξαιρουμένου, χωρίς να φεισθή τις μηδ' αυτών των εν τοις σπλάγχνοις της γης κρυπτομένων, άτινα η σκαπάνη των αρχαιολόγων πολυάριθμα καθ' εκάστην ανασύρει εκ των εγκάτων της γης και άτινα πάντα είναι ελληνικά, και τότε, αλλά μόνον τότε, όταν
σβεσθώσι όλα τα φώτα της Ιστορίας και της Στατιστικής, της Γεωγραφίας και της Επιστήμης, τότε, όταν ή Μακεδονία καταστή απ' άκρου εις άκρον εν μέγα κοιμητήριον νεκρών, μίια άγρια έρημος, μία χώρα ερέβους άνευ ιστορίας, άνευ παρελθόντος, άνευ παρόντος, άνευ μέλλοντος, θα καταστή και χώρα βουλγαρική». (Λοβέρδος, ένθ' αν. σσ. 85-86).
       Λόγω των ανωμάλων συνθηκών που επικρατούσαν τότε στην Μακεδονία, προεκλήθη παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που υποχρέωσε την Πύλη να προβεί σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Την εποπτεία των μεταρρυθμίσεων ανέλαβαν Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι και Ιταλοί αξιωματικοί με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Δε Τζώρτζη πασά, που η έδρα του ήταν στη Θεσσαλονίκη. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις ζώνες και κάθε μία από τιςενδιαφερόμενες δυνάμεις ανέλαβε τη διοικητική οργάνωση μιας από τις ζώνες αυτές. «Κατά κακή σύμπτωσι, γράφει ο Κ. Πολίτης στο βιβλίο του «Χρυσόστομος ο Σμύρνης»(5), την περιφέρεια της Δράμας ανέλαβαν οι Άγγλοι, τους οποίους επηρέαζε απολύτως ο βουλγαρόφιλος ανταποκριτής των "Τάιμς" Μπάουτσερ. Αυτός κατηύθυνε την "μεταρρυθμιστική" πολιτική, ένδιαφερόμενος ζωηρότατα διά την προστασία των βουλγαρικών διεκδικήσεων. Ο Μπάουτσερ ήτο συμπαθής και στους Τούρκους και γι' αυτό η προσπάθειά του ήταν κατοχυρωμένη απ' όλες τις πλευρές.
Δεν είχε λοιπόν ο Χρυσόστομος ν' αντιμετωπίση τον βουλγαρικό μονάχα κίνδυνο. Άπειρα προσκόμματα παρεμβάλλοντο στον δρόμο του, τα οποία αντιμετώπιζε με καρτερία και σθένος» (σσ. 25-26).
         Αλλά για τον Χρυσόστομο Ορθοδοξία σημαίνει Ορθοπραξία. Πέρα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, πέρα από την εθνική του δράση, καταστρώνει και εκπληρώνει ένα πλήρες πρόγραμμα κοινωνικής προνοίας και εκπαιδευτικής πολιτικής. Προτού, όμως, αναφερθούμε σ' αυτό, κρίνουμε σκόπιμο να τονίσουμε μια ιδιαίτερη πλευρά της προσωπικότητος του μεγαλόπνευστου Ιεράρχη: την αγάπη του, προς την αθλούμενη νεολαία. Αυτός ο ζηλωτής των ασκητών, ήταν λάτρης της γυμναστικής. Ήθελε μιαν αθλούμενη και εύρωστη νεολαία, ανθεκτική στους μόχθους και τους κόπους, με σώμα υγιές που να ενοικεί σ' αυτό υγιές πνεύμα. Κάθε χρόνο συνεκέντρωνε στο κεντρικό γυμναστήριο της Δράμας 3.000 μαθητές, άριστα γυμνασμένους, και απένεμε ο ίδιος, ως νέος Ελλανοδίκης, τα βραβεία στους νικητές, ευλογώντας και εκφωνώντας θεσπέσιους λόγους που θύμιζαν τα εγκώμια προς τους αθλητές του Πινδάρου. Εκάλυψε όλη την επαρχία του με γυμναστήρια και τα εφοδίασε όλα με τα πιο σύγχρονα όργανα γυμναστικής. Ήθελε να βλέπει νειάτα γεμάτα λεβεντιά κι όχι κακομοιριά.
Και μετά, αναρίθμητα έργα ευποιίας: Ανήγειρε τον περικαλλή μητροπολιτικό ναό της Δράμας, αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, δύο ευρύχωρα κτήρια κατεργασίας καπνού με τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές της υγιεινής, νοσοκομείο, φιλανθρωπικό σύλλογο κυριών, νεκροκταφείο κ.λπ. Ανάλογα έπραξε και στα γύρω χωριά, την Τσατάλτζα(Χωριστη), το μαρτυρικό Δοξάτο, την Πρωσοτσάνη, το Ροδολείβος, στη Δράνοβα (Μοναστηράκι) , Βησοτσάνη (Ξηροπόταμο) , Μπουμπλίτσι (Πύργοι) , τη Βιτάστα (Κρηνίδα), την Πρωτη, την Πλεύνα (Πετρουσα).
Στο Κιούπκιοϊ(Πρωτη), πατρίδα του Πατριάρχη Νεοφύτου Η' και του  Κ. Καραμανλή έκτισε εκκλησία, σχολείο και γυμναστήριο. Στην Αλιστράτη, δεύτερη έδρα της επαρχίας, έκτισε μητρόπολη, γυμναστήριο και ορφανοτροφείο για τα παιδιά που οι γονείς τους σφαγιάστηκαν από τις βουλγαρικές συμμορίες. Στη Μονή Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου ίδρυσε γεωργική σχολή και κάλεσε ειδικό γεωπόνο από την Ιταλία για να διδάξει τους νέους της περιοχής σύγχρονες μεθόδους καλλιεργείας. Στη διάρκεια των 8 έτων που έμεινε στη Δράμα, ο Χρυσόστομος έπραξε πολλαπλάσια των όσων έπραξε το ελληνικό κράτος σε τριπλάσια χρόνια. Ο αριθμός των 34 σχολείων που ίδρυσε είναι επαρκής απόδειξη.
Για ν' ανακτήσει σωματικές και ψυχικές δυνάμεις ο Χρυσόστομος το 1906 επισκέπτεται τα Ιεροσόλυμα. Ο ιερός χώρος τον εμπνέει. Κατά την επιστροφή παρακολουθεί στην Αθήνα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906. Οι θεατές τον αποθεώνουν ως αθλητή των εθνικών αγώνων. Οι ελληνικές επιτυχίες τον γεμίζουν ελπίδα για το πεπρωμένο της φυλής. Γυρίζει στη Δράμα με αναπτερωμένο ήθικό. Και συνεχίζει με νέο ενθουσιασμό. Και για να προβάλει όχι την Μητρόπολή του αλλά τη Μακεδονία γενικώτερα, ίδρυσε στους Φιλίππους ναΰδριο πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού, για να υπενθυμίσει στους Χριστιανούς όλης της υφηλίου ότι στα χώματα της Μακεδονίας, στους Φιλίππους ειδικά, ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία της Ευρώπης. Και όταν οι Βούλγαροι άρχισαν την εξόντωση και εκρίζωση των Ελλήνων της Αν. Ρωμυλίας το 1906 (καταστροφή Αγχιάλου, Στενημάχου κ.λπ.), η Μητρόπολη Δράμας έγινε καταφύγιο των διωκομένων. Οι Βούλγαροι στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Τον διαβάλλουν στην τουρκική διοίκηση και πείθουν τον βαλή (=νομάρχη) της Θεσσαλονίκης Ρεούφ να εκδώσει διαταγή στις 26 Απριλίου 1907, με την οποία απαγορεύεται στο Χρυσόστομο να κάνει περιοδείες. Όμως ο απτόητος Μητροπολίτης μεταβαίνει στο Ροδολείβος, για να χοροστατήσει στην κηδεία δολοφονηθέντος από Βουλγάρους Έλληνα πατριώτη. Ο μουτεσαρίφης Δράμας Ζια Πασάς του απαγορεύει να πάει στην Τσατάλτζα, για να εγκαινιάσει τη νέα εκκλησία. Ο Χρυσόστομος του απαντά αγέρωχα: εντολές λαμβάνω μόνο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

       Ο ανυπότακτος ιεράρχης κρίνεται επικίνδυνος. Οι Τούρκοι προσπαθούν να μειώσουν τις δικαιοδοσίες του (τον κατηγορούν στην Ιερά Σύνοδο και τον αποβάλλουν από το Διοικητικό Συμβούλιο που υπό την προεδρία του μουτεσαρίφη ρυθμίζει τις τοπικές υποθέσεις). Ο Χρυσόστομος προσφεύγει στη διπλωματία. Απευθύνεται ώς Μητροπολίτης της πρώτης ευρωπαϊκής χριστιανικής εκκλησίας προς τον πρωθιεράρχη της Αγγλίας, τον αρχιεπίσκοπο της Κανταβρυγίας. Παράλληλα, επειδή φοβείται μετάθεση σε κάποια απόμακρη επισκοπή της Ανατολής,απευθύνεται προς τον Αρμάνδο Ποττέν, επιτετραμμένο της Ελλάδος στην Πόλη και του ζητεί, σε περίπτωση μεταθέσεως, να τοποθετηθεί στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, «όπως δυνηθώ, γράφει, να αγωνισθώ εκ νέου εις την πρώτην γραμμήν του πυρός και εν η περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω ως αετός και ουχί να αποθάνω αδρανών εις τινα ορνιθώνα της Ανατολής. Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος και μη έχων έτερόν τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω τό αίμα μου*».
       Στην κρίσιμη αυτή περίοδο έπεσε στα χέρια των Τούρκων το απόρρητο βιβλίο αντιγραφής των επιστολών του Χρυσοστόμου. Ήταν η χρυσή ευκαιρία που περίμεναν οι Τούρκοι, για ν' αποδείξουν την ανατρεπτική δραστηριότητά του. Ο μέγας Βεζύρης απαίτησε από το Πατριαρχείο την βίαιη απέλασή του. Ο υπουργός των εξωτερικών της Αγγλίας σερ Εδουάρδος Γκρέυ υπέδειξε και αυτός ανάκληση του Χρυσοστόμου ως εμψυχωτή του Μακεδονικού Αγώνος. Στις 25 Αυγούστου 1907 ο αρχιαστυνόμος Δράμας παρουσιάζεται στον Μητροπολίτη και τον πληροφορεί ότι κατά διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη οφείλει εντός 20 ωρών να εγκαταλείψει την πόλη και ν' αναχωρήσει για Θεσσαλονίκη. «Διαταγάς λαμβάνω μόνον από tο Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινονπόλεως», απάντησε ο Χρυσόστομος. Αλλά και το Πατριαρχείο βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος.

Έτσι στις 30 Αυγούστου ο Χρυσόστομος αναγκάσθηκε  ν' αποχωρισθή το ποιμνιό του. Προηγουμένως έκανε  λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό. Όλος ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης και των πέριξ χωριών είχε συγκεντρωθεί εντός και εκτός του ναού.
Ο Χρυσόστομος εξεφώνησε θερμόν ενθαρρυντικό λόγο**. Εν τω μεταξύ είχαν φθάσει Τούρκοι αστυνομικοί για να τον συνοδεύσουν μέχρι του τραίνου. Ο Χρυσόστομος μ' ένα περιφρονητικό νεύμα και με μια απλή κίνηση τους υπέδειξε να σηκώσουν τις αποσκευές του και τους μετέτρεψε σε αχθοφόρους του. Ο ίδιος, περικυκλωμένος, για λόγους προστασίας, από τις δασκάλες και τις μαθήτριες και συνοδευόμενος από πλήθη λαού,
έφθασε μέχρι του σταθμού. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού ο δημογέροντας Νίκας του είπε δυνατά μια φράση που επιγραμματοποιεί την όλη πατριωτική συνεισφορά του Χρυσοστόμου:
- Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια. Μένε ήσυχος. Θα γίνη το θέλημά σου...
Ο Γεώργιος Σουρής, τον οποίον οι νεώτερες γενιές στο βαθμό που τον γνωρίζουν, τον γνωρίζουν σαν σατιρογράφο και αγνοούν ότι παράλληλα υπήρξε και εθνικός βάρδος, αφιέρωσε στον Χρυσόστομο πολύστιχο ποίημα με το οποίο εγκωμιάζει τη γενναιότητα του «Ιστορικού Ιεράρχη», όπως τον ονομάζει, και παράλληλα καυτηριάζει την ηττοπαθή στάση του ελληνικού κράτους. Παραθέτουμε την αρχή και το τέλος του ποιήματος:
«Στέφανος και για τον Δράμας
τον παπά τον ήρωά μας.
Άφοβος, ανδρειωμένος

για την Πίστι για το Γένος

δείχνει στήθος μαχητού
μπρος στις λόγχες του στρατού
.....................................
.....................................

Και με τούτον τον Παπά κάθε φρόνημα ψηλώνει
Κι εγώ βλέπω κάποιο χέρι
με σταυρό και με μαχαίρι
που το Γένος ευλογεί
και το κράτος φασκελώνει(6).
_________________________________
Σημειώσεις

*Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένη και η επιστολή την οποία έστειλε στον Μεγάλο Χαρτοφύλακα των Πατριαρχείων Μ. Γεδεών στις 14 Σεπτεμβρίου 1906 μόλις πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου: «Τις οίδεν και οπόσους άλλους αδελφούς και ίσως και τον γράφοντα αυτά, αναμένει η αυτή τύχη ».

** Προηγουμένως είχε γράψει ενθαρρυντική επιστολή προς τους δημογέροντες της Δράμας. Σε αυτή μεταξύ των άλλων γράφει: «Όλαι αι πληγαί μας είναι εις το στήθος το οποίον αντετάξαμεν εις τους εχθρούς. Ουδεμίαν πληγήν έχομεν επί των νώτων, ώστε να αισχυνώμεθα. Θα βαδίσωμεν, όπου αν ο δάκτυλος της Θείας Προνοίας μας οδηγήση...» 

4. Ευάγγελος Γ. Στρατής: «Η Δράμα και η Δραβήσκος», Σέρραι 1924, σς. 39-40.

5. Κ. Πολίτης: «Ο Χρυσόστομος Σμύρνης» (Έκδοσις της εφημερίδος «Πατρίς», Αθήναι 1434, σς. 25-26).

6. «Ρωμηός, φύλλο της 8ης Σεπτε3μβρίου 1907


ΟΧΥΡΟΝ  ΛΙΣΣΕ 06-10 ΑΠΡ 1941
     26ο Σύνταγµα Πεζικού της 7ηςΜεραρχίας, κατέχοντας και τα οχυρά ΝΤΑΣΑΒΛΗ, ΛΙΣΣΕ, ΠΥΡΑΜΙ∆ΟΕΙ∆ΕΣ, ΟΥΣΟΓΙΑ, ΚΑΣΤΙΛΟ, ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΜΠΑΡΝΤΙΣΕΒΑ.
        Την 1η Μαρτίου 1941, η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα Γερµανίας –Ιταλίας και επέτρεψε την είσοδο των Γερµανών στο έδαφός της. Η Ελλάδα τότε, αν και πολεµούσε εναντίον των Ιταλών στο Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο, απεφάσισε να αµυνθεί και εναντίον των Γερµανών. Στην περιοχή, αµύνεται το
     Τα ξηµερώµατα της 6ηςΑπριλίου 1941 αρχίζει η γερµανική επίθεση από μονάδες της 72ας Μεραρχίας µε υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας προσβάλλοντας τα ελληνικά τµήµατα προκαλύψεως. Στις 11.00 οι Γερµανοί φτάνουν µπροστά από τα οχυρά ΛΙΣΣΕ και ΠΥΡΑΜΙ∆ΟΕΙ∆ΕΣ για να παραβιάσουν τη στενωπό Γρανίτου, βάλλονται αποτελεσµατικά και καθηλώνονται µε σοβαρές απώλειες. Στις 7,8 και 9 Απριλίου οι Γερµανοί συνεχίζουν τις επιθέσεις καταλήψεως των οχυρών χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Επικοί αγώνες γίνονται πάνω και γύρω από τα οχυρά από τους υπερασπιστές τους. Καµιά περιγραφή, όσο λεπτοµερής και αν είναι και κανένα σχήµα λόγου δεν θα ήταν ικανά να αποδώσουν το απαράµιλλο θάρρος, την περιφρόνηση προς τον θάνατο, την ανδρεία και τη λεβεντιά της ελληνικής ψυχής. Όσες  φορές κατόρθωσαν οι Γερµανοί να εισέλθουν εντός των υπογείων στοών των οχυρών, ο αγώνας ελάµβανε δραµατική τροπή, καθώς οι ηρωικοί υπερασπιστές  µε αυτοθυσία και ηρωισµό κατόρθωναν να τους εξοντώσουν ή να τους συλλάβουν.
       Το πρωί της 10ης Απριλίου τα οχυρά παραµένουν ανέπαφα. Όµως µετά από τη ραγδαία κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντιστάσεως, που επέτρεψε την υπερκέραση της τοποθεσίας Μπέλες -Νέστος και την ταχεία προέλαση των γερµανικών τεθωρακισµένων προς τη Θεσσαλονίκη, επήλθε η µοιραία συνθηκολόγηση. Οι ελληνικές απώλειες, κατά τον παραπάνω τετραήµερο αγώνα των οχυρών, υπήρξαν σχετικά µικρές, ενώ οι αντίστοιχες των Γερµανών σηµαντικές.
Οι µαχητές των οχυρών, σε όλα ανεξαίρετα τα κλιµάκια, πολέµησαν ισάξια µε τους συναδέλφους τους του Ελληνοιταλικού Μετώπου. Οι ίδιοι οι Γερµανοί, εξέφρασαν το θαυµασµό για την ανδρεία και µαχητικότητα του Ελληνικού Στρατού.
         Τό Λίσσε με Διοικητή τον Ταγματάρχη Γ. Δετοράκη, τό Περιθώρι μέ Διοικητή τό Λο­χαγό Σπ. Δαράτο, τό Πυραμιδοειδές μέ Διοικητή τό Λοχαγό Ρογκάκο, αξίζουν  την ίδια τιμή και αναγνώριση. Τέσσερις ολόκληρες μέρες κράτησε ή αντίσταση τοϋ κυρίου οχυρού Λίσσε. Συνθηκολόγησε μό­νο όταν ελήφθη διαταγή κι' αυτό, άφού ήδη τό Μέτωπο είχε σπάσει προ πολλού στη γραμμή Κιλκις-Θεσσαλονίκη και ό Τσολάκογλου είχε ήδη υπογράψει μέ τούς Γερμανούς τήν παράδοση όλου τού Στρατού. Δέν είχε κανένα νεκρό, μόνο τραυ­ματίες. Οί αναφερόμενοι λίγοι νεκροί στό μνημείο είναι άπό κοντινά προς αυτό οχυρά και φυλάκια. Σύμφωνα μέ μαρτυ­ρίας ντόπιων, δέν θά υπήρχανε ούτε αυτοί οι νεκροί, άν δέν τούς παρέσυρε ό ένθουσιασμός καί δέν καλυφθήκανε όπως έπρεπε. μέσα στή χαρά τής διαφαινόμενης νίκης ή, δυστυχώς, μερικοί στραφήκανε γιά Πλιάτσικο σέ Γερμανούς στρατιώτες καί  μηχανοκίνητα, πού είχανε αχρηστευθεί από τά καταιγιστικά πυρά τών Ελλήνων.
           Τήν 9-4-1941, ό Ταγματάρχης Γ. Δεττοράκης άπό τό Λίσσε μεταφέρθηκε στο Κάτω Νευροκόπι μέ τό αυτοκίνητο τού Γερμανού Στρατηγού, Διοικητού τής Με­ραρχίας. Λόχος τής Φρουράς τού Γερμα­νικού «απέδωσε ημάς» στον ταγματάρχη Δετοράκη, γιατί οί Γερμανοί τιμήσανε τήν ηρωική αντίσταση τών έχθρων τους, μα­χητών τών οχυρών, σ' όλες αυτές τις ήμε­ρες τοϋ τιτάνιου αγώνα καί δέν λυγίσανε. Μέσα στό γραφείο τοϋ Γερμανού Στρα­τηγού έγινε ό έξης διάλογος μεταξύ αυτού καί τού "Ελληνα Ταγματάρχη Γ. Δετορά­κη, όπως διασώθηκε στήν επίσημη ανα­φορά τής 14-11-1945 προς τό Γ.Ε.Σ. άπό τον Συνταγματάρχη Α. Παπαδομαρκάκη


-Γερμανός Στρατηγός:   Πόσοι "Αγγλοι αξιωματικοί καί όπλΐται ήσαν εις τό Όχυρόν σας;
-Δετοράκης:    Ουδείς.
-Στρατηγός:    Αδύνατον...
-Δετοράκης:   Ουδείς   Στρατηγέ...
 -Στρατηγός:   Σιώπησε...( Σημεία έκνευρισμοϋ και αμφιβολίας...)
Και έν συνεχεία έρωτά:   Πόσας απώλει­ας είχε τό Οχυρόν;
-Δετοράκης:    15 τραυματίας όπλίτας και ένα άξιωματικόν. Ούδένα νεκρόν.
-Στρατηγός:    Αδύνατον!...
-Δετοράκης:   Οί τραυματίαι μετεφέρθησαν εις τό ενταύθα Νοσοκομείον σας. Δύνασθε νά πεισθήτε αυτοπροσώπως...
-Στρατηγός:   Τί καταστροφάς υπέστη τό Όχυρόν;
-Δετοράκης:   Ούδεμίαν άξίαν λόγου. Τά πάντα έλειτούργησαν άριστα.
-Στρατηγός:   Πόση δύναμις κατείχε τό Κρέστη;
-Δετοράκης:  Λόχος Πεζικού δυνάμεως 3 διμοιριών ύπό έφεδρον ύπολοχαγόν ώς Διοικητήν.
-Στρατηγός:  Έκδήλωσις αμφιβολίας... (επετέθη εκεί δια δύο Ταγμάτων). Και διατί μας άφίσατε τήν πρώτην ήμέραν νά πλησιάσωμεν εις άπόστασιν τών 600-700 μέτρων άνευ ουδεμιάς εκδηλώσεως πυρός;
-Δετοράκης:   Επεδίωξα και επέτυχα τον απόλυτον αίφνιδιασμόν.
Μετά τήν άπάντηοιν αυτήν, ό Γερμα­νός Στρατηγός ήγέρθη, έλαβε τήν στάσιν «προσοχής», έχαιρέτησε στρατιωτικώς τον Ταγματόρχην Δετοράκην, τού έσφιξε τήν χείρα και εΐπε:
«Τά θερμά συγχαρητήρια τού Γερ­μανικού Στρατού. Νά διαβιβασθούν εις τά Στρατεύματα σου, διότι έπολέμησαν ήρωϊκώτατα διά τήν Πατρίδα σας. Και δι' αυτό δέν θά σας μεταχειρισθώμεν ώς αιχμαλώτους».
ΑΝΤΩΝΙΟΣ  Π. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ.

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.